- υἱοθεσίας
- υἱοθεσίᾱς , υἱοθεσίαadoption as a sonfem acc plυἱοθεσίᾱς , υἱοθεσίαadoption as a sonfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γονέων και τέκνων, σχέσεις — (Νομ.).Ο δεσμός μεταξύ γονέων και τέκνων, σύμφωνα με τον οποίο καθορίζονται πολυάριθμες έννομες σχέσεις, όπως η γονική μέριμνα, η κληρονομική διαδοχή, η επιλογή απόκτησης του επώνυμου κλπ. Ο δεσμός αυτός έχει ως έρεισμα τη γέννηση από γάμο, τη… … Dictionary of Greek
υιοθεσία — η / υιοθεσία, ΝΜΑ η ενέργεια τού υιοθετώ, η επίσημη αναγνώριση από κάποιον ενός ξένου παιδιού ως δικού του με νόμιμη διαδικασία, υιοθέτηση νεοελλ. 1. (νομ.) η νομική απόκτηση τέκνου 2. μτφ. έγκριση, αποδοχή ενέργειας, γνώμης, ιδέας ή απόφασης… … Dictionary of Greek
въсыновьство — ВЪСЫНОВЬСТВ|О (6), А с. То же, что въсыновленьѥ: аще хощете въсн҃вьство получити. аще хощете вселни||ци раю быти (υἱοθεσίας) ФСт XIV, 2–3; ˫ако цр(с)тво нб(с)ноѥ приготовлѩѥть(с) вамъ. бесм҃ртьѥ въсн҃вьств(о) (υἱοθεσία) Там же, 26в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συγγένεια — Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν… … Dictionary of Greek
συγγνώμη — η, ΝΜΑ, και συγνώμη Ν, και αττ. τ. ξυγγνώμη Α [συγγιγνώσκω] άφεση, χάρη αδικήματος ή παραπτώματος, συγχώρηση νεοελλ. 1. (αστ. δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης με την οποία ο προσβεβλημένος από παράπτωμα αναγόμενο από τον νόμο σε λόγο λύσης μνηστείας,… … Dictionary of Greek
ψυχαδελφοσύνη — η, Ν (λαογρ.) (στη Μάνη) μορφή υιοθεσίας τού φονιά από τους συγγενείς τού σκοτωμένου, που περιείχε στοιχεία παρόμοια με εκείνα τής αδελφοποιίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + αδελφοσύνη] … Dictionary of Greek
ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή … Dictionary of Greek
Γόρτυς — Ονομασία δύο αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Αρκαδίας χτισμένη στις όχθες του ποταμού Γορτυνίου. Αναφέρεται επίσης με την ονομασία Γόρτυνα. Από τα ευρήματα των ανασκαφών, που ξεκίνησαν το 1941 Γάλλοι αρχαιολόγοι, φαίνεται ότι η πόλη ή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Τάκιτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πόπλιος Κορνήλιος (1ος – 2ος αι. μ.Χ.). Λατίνος ιστορικός. Δεν είναι γνωστά ούτε το πατρικό του όνομα, ούτε η πατρίδα του ούτε η χρονολογία γέννησης και θανάτου του. Μερικοί, σε ένα αμφισβητούμενο απόσπασμα των… … Dictionary of Greek